- κοντανάσασμα
- το, -ατοςλαχάνιασμα, αγκομαχητό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κοντανάσασμα — το [κοντανασαίνω] συχνές και κοφτές αναπνοές, πνευστίαση, λαχάνιασμα, αγκομαχητό … Dictionary of Greek
κοντ(ο)- — (ΑM κοντ[ο] και κονδο ) α συνθετικό λέξεων που προέρχεται από το επίθ. κοντός / κονδός, ή, ό ή από το επίρρ. κοντά και δηλώνει ότι το β συνθετικό: 1. είναι κοντός, μικρός, βραχύς (πρβλ. κοντοβράκι, κοντόχειρ, κονδοήλικος, κονδόθριξ) 2. βρίσκεται… … Dictionary of Greek
λαχάνιασμα — το [λαχανιάζω] κοντανάσασμα, γρήγορη αναπνοή, αγκομαχητό … Dictionary of Greek
λαχάνιασμα — το, ατος το κοντανάσασμα έπειτα από πορεία ή τρέξιμο: Από το λαχάνιασμα δεν έβγαινε η φωνή του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεφύσημα — το, ατος 1. ορμητική έξοδος αέρα: Το ξεφύσημα της μηχανής. 2. λαχάνιασμα, κοντανάσασμα: Ανέβηκε γρήγορα τις σκάλες και τον έπιασε ξεφύσημα. 3. έξοδος αέρα από το έντερο, αλλ. πορδή. 4. βαθύς αναστεναγμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)